αποκηρυσσω

αποκηρυσσω
    ἀποκηρύσσω
    ἀπο-κηρύσσω
    атт. ἀποκηρύττω
    1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.
    2) продавать с торгов
    

(οἴκους Plut.)

    πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις ; Luc. — какую цену назначаешь за это?;
    ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. — при продаже имущества с торгов

    3) публично запрещать
    

(μηδένα στρατεύειν μετά τινος Xen.)

    4) публично отвергать (как сына), т.е. лишать наследства
    

(τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποκηρυσσω" в других словарях:

  • αποκηρύσσω — αποκηρύσσω, αποκήρυξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκηρύσσω — και αποκηρύχνω ξα, χτηκα, γμένος, απαρνιέμαι, αποκληρώνω: Οι εκλογείς απειλούν ότι θα αποκηρύξουν τους βουλευτές της περιφέρειάς τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • ἀποκηρύξουσι — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσι , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύξουσιν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσιν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύξομεν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 1st pl ἀ̱ποκηρύξομεν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρυξάντων — ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρυττομένων — ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρυττόμενον — ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρυττόντων — ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρυχθέντα — ἀποκηρύσσω offer aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκηρύσσω offer aor part pass masc acc sg ἀποκηρῡχθέντα , ἀποκηρύσσω offer aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκηρῡχθέντα , ἀποκηρύσσω offer aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»